

Σε λίγες μέρες έρχονται τα Χριστούγεννα. Η μεγαλύτερη γιορτή της Χριστιανοσύνης Γεννήθηκε ο Χριστός για να φέρει ειρήνη και ευτυχία σ’όλον τον κόσμο.
Τούτες τις μέρες ,λοιπόν, φυσικό είναι οι θύμησες να γυρνούν πολλά χρόνια πίσω, στο χωριό μου, τα Κρανίδια, που έσφυζε από ζωή, στην παιδική μου ηλικία που ήταν για μας ένας παράδεισος κι ας μην είχαμε τις ανέσεις που έχουν τώρα τα παιδιά. Είχαμε όμως την άπλα μας ,τα παιγνίδια, τις παρέες, τα δένδρα, τα πουλιά.
Για τα παιδιά τα Χριστούγεννα ήταν κάτι το ιδιαίτερο. Έπρεπε να προετοιμαστούμε όσο το δυνατόν καλύτερα για να είμαστε έτοιμοι το πρωί της παραμονής. Να ανάψουμε την φωτιά, όπως ήταν το έθιμο, και μετά να ξεκινήσουμε για να ψάλουμε τα κάλαντα γυρνώντας από σπίτι σε σπίτι όλο το χωριό. Χρειαζόμασταν ξύλα τα οποία από μέρες πριν τα μαζεύαμε και τα είχαμε έτοιμα. Παραμονές ,λοιπόν, της μεγάλης γιορτής, υπήρχε μια άνευ προηγουμένου κίνηση στο χωριό, τόσο από τα παιδιά όσο και από τους μεγάλους. Οι νοικοκυρές επιδίδονταν στην καθαριότητα των σπιτιών ενώ οι άντρες ετοιμάζονταν να σφάξουν τα γουρούνια που κάθε σπίτι φρόντιζε να θρέφει γι αυτή τη στιγμή. Μοσχομύριζε το χωριό από τις τηγανιές που έκαναν οι νοικοκυρές μετά τη διαδικασία της σφαγής για να ευχαριστήσουν τους άνδρες που είχαν πάρει μέρος σ ΄αυτήν. Το βράδυ ήταν πλέον των παιδιών, αφού θα γυρνούσαν το χωριό όλα μαζί να πουν τα κάλαντα και έπρεπε να ρυθμίσουμε και τις τελευταίες λεπτομέρειες. Τις πρωϊνές ώρες αφού μαζευόμασταν όλα τα παιδιά κι αφού εκλέγονταν ο αρχηγός της παρέας, ο οποίος ήταν κυρίως ο πιο μεγάλος ηλικιακά, ξεκινούσαμε να πούμε τα κάλαντα από σπίτι σε σπίτι ενώ οι νοικοκυρές μας πρόσφεραν γλυκά και φρούτα αλλά και το απαραίτητο χρηματικό ποσό, όσο μπορούσε η καθεμιά.
Το : Καλήν ημέρα άρχοντες
Αν είναι ορισμός σας κλπ.
ακούγονταν σ’όλο το χωριό και οι νοικοκύρηδες ξυπνούσαν ο ένας μετά τον άλλον και ετοιμάζονταν να μας υποδεχθούν κι αυτοί με τη σειρά τους. Αφού τελειώναμε όλο το χωριό μαζευόμασταν σε ένα μέρος κι εκεί γίνονταν η μοιρασιά των χρημάτων που είχαμε μαζέψει. Εννοείται βέβαια ότι το ποσό που έπαιρνε ο καθένας ήταν ανάλογο της ηλικίας. Ήταν άγραφος κανόνας. Αμέσως μετά πηγαίναμε στα σπίτια μας κι αφού ξεκουραζόμασταν για λίγο συναντιόμασταν και πάλι και συνεχίζαμε τα παιγνίδια μας.
Την ίδια διαδικασία βέβαια ακολουθούσαμε και την παραμονή της Πρωτοχρονιάς . Μαζευόμασταν πάλι όλοι μαζί πολύ πρωί και αφού ανάβαμε τη φωτιά από σπίτι σε σπίτι λέγαμε τα παραδοσιακά κάλαντα που ήταν:
Αγιος Βασίλης έρχεται
Από την Καισαρεία
Βαστά εικόνα και χαρτί χαρτί και καλαμάρι
Το καλαμάρι έγραφε και το χαρτί μιλούσε
Βασίλη’μ πόθεν έρχεσαι και πόθεν κατεβαίνεις;
Εγώ απ’τα ξένα έρχομαι και στα δικά σας πάω
Αν έρχισ’ απ την ξενιτιά πες μας κανά τραγούδι
Εγώ τραγούδια μάθησκνα τραγούδια να σας λέω.
Στη μπατιρίτσα ακούμπησα να πω κανα τραγούδι
Κι η μπατιρίτσα ήταν χλωρή κι αμόληκε κλωνάρια
Κλωνάρια χρυσοκλώναρα κι όλα μαλαματένια.
Οι νοικοκυρές χαρούμενες και χαμογελαστές μας άνοιγαν την πόρτα και μας πρόσφεραν ένα ταψί κι ο αρχηγός αφού το έπαιρνε στα χέρια του έλεγε τα παρακάτω λόγια ως τιμή για το σπίτι:
Έχουμ’απ’τον αφέντη μας
Ένα βαρύ κανίστρι
Το αλεύρι, , το ψωμί, το κρέας ,το λουκάνκο
Η κλια να μη σας τσούζ
Το κεφάλ να μη σας πονάει
Πες τε παιδιά ‘μ και τ’χρον.
Και επαναλάμβαναν όλα τα παιδιά μαζί: Και του χρόνου!!
Αφού τελειώναμε με τα κάλαντα πηγαίναμε τα κρέατα κι ότι άλλο είχαμε μαζέψει στο σπίτι ενός από τα παιδιά της παρέας. Εκεί η μάνα του αναλάμβανε να ετοιμάσει τα εδέσματα και το βράδυ κάναμε το περίφημο κονάκι. Όλα τα παιδιά μαζευόμασταν και απολαμβάναμε τις λιχουδιές που μας ετοίμαζε η κυρά του σπιτιού.
Αξέχαστα θα μας μείνουν τα κονάκια που μας είχαν ετοιμάσει η Χιονάτα Βελισσάρη, αλλά και η Ευανθία Βλαχάβα και η Βασιλική Μαρκοπούλου.
Πράγματα απλά αλλά τόσο σημαντικά για μας που τα θυμάμαι ακόμη και σήμερα μετά από τόσα χρόνια με πολλή αγάπη. Χρόνια ανέμελα χωρίς τη σημερινή τεχνολογία που ναι μεν έχει βελτιώσει το βιοτικό μας επίπεδο αλλά πόσο μας έχει κάνει μοναχικούς αποξενώνοντάς μας από απλά αλλά πολύ σημαντικά πράγματα.
Η ζωή μας έχει γίνει ένας αγώνας δρόμου. Τρέχουμε να προλάβουμε. Αλλά να προλάβουμε τι;
Τα έθιμα των Φώτων.

Mε τη γιορτή των Φώτων ολοκληρώνονται οι γιορτές του Δωδεκαήμερου. Η έκφραση του λαού «κάθε Φώτα και Λαμπρή» είναι ενδεικτική της σπουδαιότητας της γιορτής αυτής. Ποια ήταν τα έθιμα των Φώτων στα Κρανίδια Κοζάνης;
Την παραμονή των Φώτων μερικά παιδιά τραγουδούσαν τα κάλαντα, ενώ η νηστεία της ημέρας αυτής έχει σαν σκοπό την ψυχική προετοιμασία των πιστών. Ο παπάς γύριζε με τον σταυρό τα σπίτια του χωριού ραντίζοντάς τα και ψέλνοντας. Οι νοικοκυρές του έδιναν χρήματα για τις ανάγκες της Εκκλησίας .
Ανήμερα τα Φώτα οι κάτοικοι του χωριού εκκλησιάζονταν στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου, πολιούχου του χωριού, γιορτάζοντας με τον τρόπο αυτό τη βάπτιση του Χριστού. Στο τέλος της θείας Λειτουργίας γίνονταν δημοπρασία των εικόνων της Εκκλησίας στο προαύλιό της. Όποιος πρότεινε τα περισσότερα χρήματα για κάθε εικόνα, εκείνος την έπαιρνε . Η πρώτη εικόνα που έβγαινε σε δημοπρασία ήταν του Χριστού, η δεύτερη του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, τη μνήμη του οποίου τιμούσαν και τιμούν την επόμενη μέρα. Κάποιοι προτιμούσαν να πάρουν την εικόνα του Αγίου εκείνου του οποίου έφεραν το όνομα.
Στα Κρανίδια έριχναν το σταυρό στη λεκάνη του Μύλου ,που υπήρχε εκεί που είναι σήμερα το σπίτι του Σταμούλη. Παιδιά και νεαροί έπεφταν στο ποτάμι, για να πάρουν το Σταυρό. Επίσης ομάδα νεαρών έπιαναν τους νιόπαντρους και απειλώντας τους ότι θα τους ρίξουν στη λεκάνη, τους ανάγκαζαν να τάξουν ένα τραπέζι στο σπίτι τους ή στο καφενείο του χωριού. Αφού προσκυνούσαν οι πιστοί τις εικόνες, επέστρεφαν στην εκκλησία.
Όταν επέστρεφαν στο σπίτι οι νοικοκυρές ράντιζαν με το αγιασμένο νερό το σπίτι, το αλέτρι, τα δένδρα, τα λουλούδια και τις σοδειές ενώ όλα τα μέλη της οικογένειας έπιναν απ’αυτό. Όποιος «έπιανε» το σταυρό, τον ασπάζονταν και τον παρέδινε στον παπά και μαζί με κάποιους φίλους του γύριζε στη συνέχεια σε όλα τα σπίτια του χωριού, για να ασπαστούν οι άνθρωποι τον αγιασμένο σταυρό.